τοξαλβουμίνη

τοξαλβουμίνη
η, Ν
(βιοχ.) τοξίνη πρωτεϊνικής φύσης που απαντά στο ζωικό και στο φυτικό βασίλειο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. toxalbumin < tox- (< λατ. toxicum «δηλητήριο» < τοξικόν) + albumin (πρβλ. αλβουμίνες)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τοξολευκωματίνη — η, Ν χημ. είδος τοξικού λευκώματος τού οποίου η πρωτεΐνη προσηλώνεται στην τοξινοφόρα ομάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοξικός «δηλητηριώδης» + λευκωματίνη (πρβλ. και τοξαλβουμίνη)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”